- ναυτάκι
- το(θωπευτικά) νεαρός ναύτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναυτόπουλο — το 1. ναυτόπαιδο 2. (ιδίως με θωπευτική σημασία) νεαρός ναύτης, ναυτάκι … Dictionary of Greek
ναύτης — ο (ΑΜ ναύτης, Α θηλ. ναύτρια, Μ και νάπτης) αυτός που ταξιδεύει με πλοίο και εργάζεται σε αυτό αποτελώντας μέλος τού πληρώματός του, σε αντιδιαστολή με τους βαθμοφόρους, και εκτελεί, κυρίως, ναυτικές εργασίες («διὰ τὴν τῶν κυβερνητῶν και ναυτῶν… … Dictionary of Greek
Κολοάνε, Φρανσίσκο — (Fransisco Coloane, Κεμτσί, νήσος Τσιλοέ 1910 – 2002). Χιλιανός συγγραφέας. Εργάστηκε ως δαμαστής αλόγων, ναυτικός και επιστάτης στα μεγάλα αγροκτήματα της νότιας Χιλής, μεταφέροντας κατόπιν τις εμπειρίες του στα βιβλία του, όπου είναι εμφανής η… … Dictionary of Greek